νερό

νερό
τό
1) вода;

νερό πηγαδήσιο — колодезная вода;

πόσιμο νερό — питьевая вода;

γλυκό νερό — пресная вода;

βρασμένο νερό — кипячёная вода;

μεταλλικό νερό — минеральная вода;

νερό τρεχούμενο — проточная вода;

η στάθμη τού νερού — уровень воды;

πέφτω στα νερά упасть в воду, в лужу;
2) дождь;

αν ρίξει ο Μάρτης δυό νερά... — если в марте раза два пойдёт дождь...;

3) моча;
4) мочеиспускание;

κάνω το νερό μου — мочиться;

πάω προς νερού μου — идти в туалет, в уборную;

5) πλ. отлив, перелив;

ΰφασμα με νερά — муаровая ткань;

τό ατλάζι κάνει ωραία νερά — атлас красиво переливается;

6) πλ. мор. ватерлиния;
7) πλ. мор. кильватер;

§ ιαματικά νερά — воды (курорт);

ναύτης (γιατρός, δικηγόρος κ.τ.λ.) τού γλυκού νερου — горе-моряк (-врач, -адвокат и т. п.);

μιά νέα σαν το κρύο νερό — молодая красивая девушка, девушка кровь с молоком;

κάνω μιά τρύπα στο νερό — толочь воду в ступе, делать что-л, впустую, напрасно;

η βάρκα κάνει νερά — лодка дала течь;

τό κρασί σηκώνει νερό — вино можно разбавить водой;

αυύτη η δουλειά σηκώνει νερό — на этом можно заработать;

αυτό σηκώνεινερό — это ещё как сказать!;

βάζω ' — со νερό στ' αυλάκι — налаживать дело;

βάλε νερό στο κρασί σου — умерь свой аппетит, пыл; — сбавь тон;

έκανέ νερά — он спасовал;

έχει χάσει τα νερά του — он сам не свой;

τον έφερα στα ( — или με τα) νερά μου — я сделал его своим единомышленником; — я его склонил на свою сторону;

δεν δίνει ο6*τε τού αγγέλου τού νερό — у него зимой снега не выпросишь;

ξέρω το μάθημα μου νερό ( — или νεράκι) — знать урок на зубок, как свои пять пальцев;

αυτό θα πουληθή χίλιες δραχμές μεσ' στο νερό — это наверняка можно продать за тысячу драхм;

κουβαλώ ( — или χύνω) νερό στο μύλο κάποιου — лить воду на чью-л. мельницу


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Полезное


Смотреть что такое "νερό" в других словарях:

  • νερό — Χημική ένωση με τύπο Η2Ο. Υπάρχει στη φύση σε μεγάλες ποσότητες, σε υγρή, στερεή και αέρια κατάσταση. Κάθε μόριό του αποτελείται από δύο άτομα υδρογόνου και ένα οξυγόνου Στην αρχαία ελληνική και στην καθαρεύουσα λέγεται ύδωρ. Το ν. είναι βασικός …   Dictionary of Greek

  • νερό — το 1. υγρό διαυγές, άχρωμο και άγευστο, το πιο διαδεδομένο στοιχείο στη φύση. 2. βροχή: Αν ρίξει ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά σ εκείνον το ζευγά που ’χει πολλάσπαρμένα (παροιμ.). 3. φυσική, σωματική ανάγκη: Θέλω να κάνω το νερό… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αθάνατο νερό — Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, είναι νερό θαυματουργό που η πόση του, ο ραντισμός ή το βάπτισμα σε αυτό κάνει τον άνθρωπο αθάνατο. Η παράδοση αυτή ανάγεται στην αρχαιότητα. Α.ν. ήταν το Στυγός ύδωρ του Άδη, εκεί όπου η Θέτιδα βάφτισε τον Αχιλλέα… …   Dictionary of Greek

  • Ξινό Νερό — Μεγάλος ορεινός οικισμός (1371 κάτ., υψόμ. 650), στην επαρχία Φλώρινας, του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (26 τ. χλμ., 1371 κάτ.). Κοντά στο Ξ.Ν. υπάρχουν μεγάλες πηγές. Το νερό τους είναι ιαματικό για τη χρόνια διάρροια, τη… …   Dictionary of Greek

  • αμίλητο νερό — Έθιμο με ειδωλολατρικές προεκτάσεις, που αναφέρεται κυρίως στη γαμήλια τελετή και στη μαντική. Είναι κυρίως ελληνικής επινόησης, αλλά υπάρχει και σε μερικούς άλλους λαούς. Α.ν. ονομάζεται το νερό που αγόρια ή κορίτσια παίρνουν από πηγή, βρύση ή… …   Dictionary of Greek

  • Άνω Καλό Νερό — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 69 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αυλώνα …   Dictionary of Greek

  • Αργυρό Νερό — Ορεινός ακατοίκητος οικισμός (υψόμ. 900 μ.) του νομού Λασιθίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίου Νικολάου …   Dictionary of Greek

  • Καλό Νερό — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ., 326 κάτ.) του νομού Λαρίσης. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, 27 χλμ. Ν της πόλης της Λάρισας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νικαίας. 2. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 40 μ., 57 κάτ.)… …   Dictionary of Greek

  • Κόκκινο Νερό — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 111 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αγιάς του νομού Λαρίσης. Βρίσκεται στην ακτή του Αιγαίου, 59 χλμ. ΒΑ της Λάρισας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ευρυμενών. 2. Οικισμός (20 κάτ.) του νομού… …   Dictionary of Greek

  • Κρύο Νερό — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 130 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριχωνίδος του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Παραβόλας. 2. Οικισμός (55 κάτ.) του νομού Χανίων …   Dictionary of Greek

  • νερώνω — [νερό] 1. (ιδίως σχετικά με κρασί ή γάλα) νοθεύω με νερό, αναμιγνύω, αραιώνω με νερό 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) νερωμένος, η, ο μισομεθυσμένος, ελαφρά ζαλισμένος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»